τρισδιάστατος

τρισδιάστατος
ος, ο[ν] трёхмерный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τρισδιάστατος" в других словарях:

  • τρισδιάστατος — η, ο, Ν αυτός που έχει τρεις διαστάσεις, μήκος, πλάτος, ύψος (α. «τρισδιάστατο σχήμα» β. «τρισδιάστατος χώρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * + διάστατος (< διΐστημι), πρβλ. πολυ διάστατος] …   Dictionary of Greek

  • τρισδιάστατος — η, ο που έχει τρεις διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος): Τρισδιάστατος κινηματογράφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»